- σαρδίνη
- σαρδίνη [ῑ], ἡ,A pilchard or sardine, Clupea pilchardus, Gal.6.746 (pl., v.l. [suff] σαργαν-ῆναι); also [full] σαρδῖνος, ὁ, Arist.Fr.329 (s.v.l.), Epaenet. ap.Ath.7.329a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαρδίνη — η, ΝΑ λόγια ονομασία τής σαρδέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδα + επίθημα ίνη (βλ. λ. σάρδα)] … Dictionary of Greek
σαρδινῶν — σαρδίνη pilchard fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρδα — ἡ, Α είδος ψαριού, η σαρδέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ψάρι σάρδα, όπως και τα σαρδῖνος και σαρδίνη, πήραν την ονομ. τους από την Σαρδηνία (πρβλ. Σαρδώ), όπου κυρίως παστώνονταν αυτά τα είδη ψαριών] … Dictionary of Greek
σάρδη — η, Ν η σαρδέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σαρδέλα, σαρδίνη (πρβλ. αρχ. σάρδα)] … Dictionary of Greek
σαρδέλα — (sardina pilchardus). Τελεόστεο της οικογένειας των Κλυπεϊδών, της τάξης των κλυπεόμορφων. Το ψάρι αυτό, που δεν έχει δόντια και το μήκος του κυμαίνεται μεταξύ 15 25 εκ., τρέφεται με πλαγκτόν, και ζει στον Ατλαντικό μεταξύ Μαδέρας και Ιρλανδίας,… … Dictionary of Greek
σαρδίνος — ὁ, Α η σαρδίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάρδα με επίθημα ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ψαριών (πρβλ. κεστρ ῖνος, κορακ ῖνος, σαργ ῖνος), βλ. και λ. σάρδα] … Dictionary of Greek
κλιπεΐδες — (clupeidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των κλιπεοειδών. Έχουν ατρακτοειδές στρογγυλό έως έντονα πιεσμένο πλευρικά σώμα, μήκους μέχρι 75 εκ., καλυμμένο με μεγάλα ασημένια, λεία και λεπτά λέπια, εκτός από την περιοχή του κεφαλιού. Το στόμα τους… … Dictionary of Greek